-
1 фельетон
-
2 публикация
1. (действие) η δημοσίευση, η έκδοση 2. (объявление) το δημοσίευμα, η αγγελία 3. (статья) η επιφυλλίδαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > публикация
-
3 фельетон
η επιφυλλίδατο χιουμοριστικό άρθροРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фельетон
-
4 очерк
очеркм1. лит. τό χρονογράφημα, ἡ ἐπιφυλλίδα, τό λογοτεχνικό δοκίμιο[ν]·2. (научный труд) τό δρκίμιο[ν], ἡ μελέτη:\очерк по советской литературе δοκίμιο γιά τή σοβιετική λογοτεχνία·3. (контур) уст. ἡ περίμετρος. -
5 подвал
подвалм1. τό ὑπόγειον2. (в газете) ἡ ἐπιφυλλίδα [-ίς]. -
6 фельетон
фельетонм τό χρονογράφημα, ἡ ἐπιφυλλίδα. -
7 фельетон
[φιλ'γιτόν] ουσ. α. χρονογράφημα, επιφυλλίδα -
8 фельетон
[φιλ'γιτόν] ουσ α χρονογράφημα, επιφυλλίδα -
9 злой
επ., βρ: зол, зла, зло; злейший.1. κακός•злой человек κακός άνθρωπος•
-е начало κακή αρχή•
злой дух το κακό πνεύμα•
злой умысел κακός σκοπός, κακή πρόθεση•
быть злым на кого-Η. είμαι κακοδιατεθημένος προς κάποιον•
злэ.я судьба κακή τύχη•
злой недуг κακιά άρρωστεια•
злое дело κακή πράξη.
2. όλος κακία.3. οργισμένος, αγριεμένος.4. καυτερός, οξύς•-я горчица καυτερό σινάπι•
злой перец καυτερό πιπέρι•
злой табак βαρύς καπνός.
|| μτφ. δηκτικός•злой фельетон δηκτική επιφυλλίδα•
-я карикатура δηκτική γελοιογραφία•
злой язык δηκτική (φαρμακερή) γλώσσα.
5. δυνατός, γερός•злой мороз δυνατό κρύο•
-я буря δυνατή θύελλα.
|| μανιώδης•злой рыбак μανιώδης ψαράς.
εκφρ.- ые языки – οι κακές γλώσσες, τα κακά στόματα (κουτσομπόληδες, συκοφάντες κ.τ.τ.). -
10 фельетон
-а α. η επιφυλλίδα.
См. также в других словарях:
επιφυλλίδα — Αυτοτελές άρθρο που δημοσιεύεται στο κάτω μέρος εφημερίδας και χωρίζεται από την υπόλοιπη ύλη με οριζόντια γραμμή. Την ε. εγκαινίασε η γαλλική Εφημερίδα των Συζητήσεων, στα χρόνια της υπατείας του Ναπολέοντα. Το 1842, η ίδια εφημερίδα δημοσίευσε… … Dictionary of Greek
επιφυλλίδα — η δημοσίευμα αυτοτελές ή με συνέχεια (λογοτεχνικού η εγκυκλοπαιδικού περιεχομένου) που καταχωρίζεται σε συγκεκριμένο σημείο εντύπου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιφυλλίδα — ἐπιφυλλίς small grapes left for gleaners fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιφυλλιδογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιφυλλίδα ή στον επιφυλλιδογράφο. επίρρ... επιφυλλιδογραφικώς και ά κατά τον τρόπο που γράφεται η επιφυλλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιφυλλιδογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
φεγιετόν — η, Ν άκλ. επιφυλλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. feuilleton «επιφυλλίδα εφημερίδας»] … Dictionary of Greek
επιφυλλιδογράφος — ο αυτός που γράφει επιφυλλίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιφυλλίδα + γράφος (< γράφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στο Δημ. Ν. Βερναρδάκη ως απόδοση στην Ελληνική τού γαλλ. feuilletoniste] … Dictionary of Greek
θαλπερότητα — η 1. η μέτρια θερμότητα, η χλιαρότητα 2. η θαλπωρή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλπερός. Ο λόγιος τ. θαλπερότης μαρτυρείται από το 1895 σε επιφυλλίδα της εφημερίδας Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
μυθιστόρημα — Λογοτεχνικό είδος που προϋποθέτει μια αφήγηση γεγονότων, σε πεζό λόγο, διαρθρωμένων γύρω από μια «πλοκή» ή γύρω από ένα ή περισσότερα πρόσωπα, με ιστορικό ή φανταστικό φόντο. Ένας ακριβής ορισμός του μ. παραμένει ωστόσο μάλλον δυσχερής, γιατί με… … Dictionary of Greek
περιοδικός τύπος — Η έκφραση υποδηλώνει το σύνολο εκείνο των εντύπων (επιθεωρήσεις, δελτία, ακαδημαϊκά δημοσιεύματα, εβδομαδιαία λαϊκά περιοδικά ποικίλων θεμάτων, εξειδικευμένες εκδόσεις, κόμικς, κ.λπ.) που, αν και έχουν μια κανονική περιοδικότητα, αφήνουν να… … Dictionary of Greek
Φρόμπελ, Φρίντριχ Βίλχελμ Όγκουστ — (Fröbel, Oμπερβάισμπαχ, Θουρινγκία 1782 – Μάριενταλ 1853). Γερμανός καθηγητής και παιδαγωγός. Ορφανός από μητέρα από τα πρώτα χρόνια της ζωής του, πήρε θρησκευτική μόρφωση με την καθοδήγηση του πατέρα του και του θείου του και χρίστηκε λουθηρανός … Dictionary of Greek